- χρηματόδεμα
- το, -ατοςσφραγισμένο δέμα που περιέχει χρήματα για να αποσταλούν με το ταχυδρομείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρηματόδεμα — το, Ν σφραγισμένο ταχυδρομικό δέμα που περιέχει χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, ατος + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στη Λογοδοσία τού πρυτάνεως πανεπιστημίου] … Dictionary of Greek